σπορᾶς

σπορᾶς
σπορά
sowing
fem gen sg (attic doric aeolic)
σπορᾶ̱ς , σποράζω
scatter
fut ind act 2nd sg (doric)
σπορεύς
sower
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… …   Dictionary of Greek

  • σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδα — σποράς scattered masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδας — σποράς scattered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδες — σποράς scattered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδεσι — σποράς scattered masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδεσσι — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδεσσιν — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδι — σποράς scattered masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράδος — σποράς scattered masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”